ἕρκτορες — ἕρκτωρ a doer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρκτωρ — ἕρκτωρ, ὁ (Α) αυτός που πράττει κάτι («ἕρκτορες κακών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ῥέκτωρ (< ῥέζω «πράττω, κατορθώνω») με μετάθεση τών ρ και ε] … Dictionary of Greek